facebook 3 32linkedin 3 32

Διαταραχές οξεοβασικής ισορροπίας κατά την ενδοφλέβια χορήγηση διαλυμάτων. Χορήγηση διττανθρακικών. Πότε και σε ποια ποσότητα;

Τεύχος 37

Στυλιανού Κωνσταντίνος
Νεφρολόγος, Επιμελητής Α΄, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου

Η χορήγηση μεγάλων όγκων φυσιολογικού ορού συνοδεύεται από την εμφάνιση υπερχλωραιμικής μεταβολικής οξέωσης εξαιτίας αυξημένης περιεκτικότητας του φυσιολογικού ορού σε CI- / Νεότερα κρυσταλλοειδή ή κολλοειδή διαλύματα έχουν αντικαταστήσει μέρος του CI- με οργανικά ανιόντα, ώστε να μειωθεί η περιεκτικότητα σε CI- (ισοζυγισμένα διαλύματα) / Η χορήγηση μεγάλων όγκων δεξτρόζης 5% θα προκαλέσει υπερχλωραιμική οξέωση παρά την απόλυτη μείωση της συγκέντρωσης του CI- στο πλάσμα, καθώς η απόλυτη μείωση του Na+ θα είναι μεγαλύτερη / Τα οργανικά ανιόντα που προστίθενται αποτελούν ισοδύναμα διττανθρακικών καθώς μεταβολίζονται από τους ιστούς σε διττανθρακικά, με αποτέλεσμα να μη διαταράσσεται σημαντικά η οξεοβασική ισορροπία / Η κατανόηση των οξεοβασικών μεταβολών που προκαλούν τα ενδοφλέβια διαλύματα καθίσταται ευκολότερη με τη μέτρηση της δραστικής διαφοράς ισχυρών ιόντων (SID) που εμπεριέχουν, με βάση τη θεωρία του Stewart / Η θεραπεία της μεταβολικής οξέωσης με διττανθρακικά έχει σχετιστεί με αυξημένη θνητότητα, τόσο σε ανθρώπους, όσο και σε πειραματόζωα / Στη διαβητική κετοξέωση δεν απαιτείται σχεδόν ποτέ η χορήγηση διττανθρακικών παρά μόνο σε περιπτώσεις σοβαρής χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, όπου η οξέωση μπορεί να γίνει απειλητική / Η θεραπεία με διττανθρακικά ενδείκνυται όταν το αρτηριακό pH πέσει κάτω από 7 αλλά ο κανόνας αυτός δεν είναι απόλυτος και πρέπει να εξατομικεύεται / Για τη χορήγηση της σωστής ποσότητας διττανθρακικών θα πρέπει να υπολογίζεται ο όγκος κατανομής τους, ο οποίος αυξάνεται πολύ στη βαριά οξυαιμία, ενώ αντίθετα ελαττώνεται ελάχιστα στην αλκαλαιμία / Η κύρια φροντίδα μας πρέπει να είναι η διόρθωση της υποκείμενης αιτίας της οξέωσης, διαφορετικά οποιαδήποτε διόρθωσή της με διττανθρακικά είναι μάταιη και ενίοτε επιβλαβής

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο

Η σημασία της δίψας ως ρυθμιστής του ισοζυγίου του ύδατος

Τεύχος 43

Καλαϊτζίδης Ρήγας
Διευθυντής ΕΣΥ, Νεφρολογική Κλινική Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων

Το νερό είναι κύριο θρεπτικό συστατικό για όλα τα άτομα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής / Το ισοζύγιο των υγρών διατηρείται διαμέσου της δίψας, μία ανατροφοδοτούμενη-ελεγχόμενη διεργασία, η οποία ρυθμίζεται με ακρίβεια από κεντρικούς και περιφερικούς μηχανισμούς / Η έννοια του «κέντρου της δίψας» στον εγκέφαλο έχει αντικατασταθεί από ένα πολύπλοκο νευρικό κύκλωμα που ρυθμίζει την πρόσληψη των υγρών / Η επιθυμία να καταναλώνονται υγρά μπορεί να προκύψει από συνήθειες πολιτιστικές, και ψυχογενείς, καθώς και την απάντηση στη μείωση του όγκου των υγρών, στην υπερτονικότητα του εξωκυττάριου όγκου υγρών ή ακόμη στην αύξηση στην κυκλοφορία της συγκέντρωσης κάποιας ορμόνης που μπορεί να διεγείρει τη δίψα / Η δίψα θα μπορούσε να διαιρεθεί σ’ αυτή που επηρεάζεται από μεταβολές του ενδοκυττάριου και σ’ αυτή που επηρεάζεται από μεταβολές του εξωκυττάριου χώρου

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο

Η συμβολή του νεφρού στη ρύθμιση του ισοζυγίου ύδατος

Τεύχος 41

Φράγκου Ελένη
Νεφρολόγος, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών και Ιατρικό Θεραπευτήριο Ιλίου

Στον υγιή ενήλικα, το ύδωρ του οργανισμού αποτελεί περίπου το 60% του σωματικού βάρους και είναι κατανεμημένο στον εξωκυττάριο χώρο κατά 1/3 και στον ενδοκυττάριο χώρο κατά 2/3. Ο κυριότερος προσδιοριστής της κατανομής του ύδατος στους χώρους αυτούς είναι η ωσμωτική πίεση, η οποία είναι ανάλογη του αριθμού των ωσμωτικά δραστικών σωματιδίων. Επειδή το ύδωρ μετακινείται ελεύθερα κατά μήκος των κυτταρικών μεμβρανών, ο εξωκυττάριος και ο ενδοκυττάριος χώρος βρίσκονται σε ωσμωτική ισορροπία. Κάθε αλλαγή της ωσμωτικότητας οδηγεί σε μετακίνηση ύδατος από το χώρο μεγάλης περιεκτικότητας σε ύδωρ (χαμηλής ωσμωτικότητας) προς το χώρο μικρής περιεκτικότητας σε ύδωρ (υψηλής ωσμωτικότητας). Επομένως, σε διαταραχές ωσμωτικότητας, για να διατηρηθεί η ωσμωτική ισορροπία, το ύδωρ μετακινείται κατά μήκος όλων των κυτταρικών μεμβρανών του οργανισμού, έτσι και κατά μήκος των κυτταρικών μεμβρανών των νευρικών κυττάρων, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σοβαρών νευρολογικών συμπτωμάτων που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στο θάνατο. Για την αποφυγή της κατάστασης αυτής, το ισοζύγιο ύδατος είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση της ωσμωτικότητας του οργανισμού σε σταθερά όρια.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο

Προβλήματα ύδατος, ηλεκτρολυτών και οξεοβασικής ισορροπίας χειρουργικών ασθενών

Τεύχος 11

Μαυροματίδης Κώστας
Διευθυντής Νεφρολογικού Τμήματος ΓΝΝ Κομοτηνής

11 04

Σε φυσιολογικά άτομα όταν υπάρχει φυσιολογική πρόσληψη ύδατος και τροφής φθάνουν καθημερινά στο αρχικό τμήμα του λεπτού εντέρου 7-10 λίτρα υγρών που προέρχονται από τις εκκρίσεις των σιελογόνων αδένων, του στομάχου, της χολής, του παγκρέατος και του εντέρου. Από αυτά επαναρροφώνται τα 7.5-9.5 λίτρα, κυρίως στο λεπτό έντερο (το 60% στη νήστιδα, το 20% στον ειλεό) και το υπόλοιπο 20% στο κώλο (φυσιολογικά τα κόπρανα περιέχουν μόνο 100ml ύδατος). Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι η επαναρροφητική ικανότητα του παχέως εντέρου είναι πολύ μεγάλη και μεγαλύτερη από αυτή της νήστιδας (το κώλο επαναρροφά το 95% των 2 λίτρων υγρών που φθάνουν εκεί).

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο